- ὡραιοπολῶ
- ὡραιοπολέωlive with the youngpres subj act 1st sg (attic epic doric)ὡραιοπολέωlive with the youngpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωραιοπολώ — έω, Α (κατά το λεξ. Σούδα) συναναστρέφομαι νέους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὡραῖος + πολῶ (< πόλος < πέλω, ομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. θεο πολῶ] … Dictionary of Greek